διακεκομμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακεκομμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαδιακεκομμένος, -η, -ο
- Που διακόπτεται πολλές φορές, ασυνεχής.
- (Για γραμμές): Που είναι διαιρεμένος σε πολλά μικρά τμήματα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακεκομμένος