Δείτε επίσης: ἀσυνεχής, ασυνέχιστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνεχής η ασυνεχής το ασυνεχές
      γενική του ασυνεχούς* της ασυνεχούς του ασυνεχούς
    αιτιατική τον ασυνεχή την ασυνεχή το ασυνεχές
     κλητική ασυνεχή(ς) ασυνεχής ασυνεχές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνεχείς οι ασυνεχείς τα ασυνεχή
      γενική των ασυνεχών των ασυνεχών των ασυνεχών
    αιτιατική τους ασυνεχείς τις ασυνεχείς τα ασυνεχή
     κλητική ασυνεχείς ασυνεχείς ασυνεχή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυνεχής < ελληνιστική κοινή ἀσυνεχής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική discontinu)

  Επίθετο επεξεργασία

ασυνεχής

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία