ασυνέχεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυνέχεια < ασυνεχ(ής) + -εια < (ελληνιστική κοινή) ἀσυνεχής. Μορφολογικά αναλύεται σε α- στερητικό + συνέχεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.siˈne.çi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συ‐νέ‐χει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασυνέχεια θηλυκό
- η έλλειψη συνέχειας, τοπικής ή χρονικής
- (μαθηματικά)
- (φιλοσοφία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασυνέχεια