Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυνέχεια οι ασυνέχειες
      γενική της ασυνέχειας των ασυνεχειών
    αιτιατική την ασυνέχεια τις ασυνέχειες
     κλητική ασυνέχεια ασυνέχειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυνέχεια < ασυνεχ(ής) + -εια < (ελληνιστική κοινήἀσυνεχής. Μορφολογικά αναλύεται σε α- στερητικό + συνέχεια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.siˈne.çi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐συ‐νέ‐χει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασυνέχεια θηλυκό

  1. η έλλειψη συνέχειας, τοπικής ή χρονικής
     αντώνυμα: συνέχεια, αλληλουχία, διαδοχή
  2. (μαθηματικά)
  3. (φιλοσοφία)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία