διαδοχή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαδοχή | οι | διαδοχές |
γενική | της | διαδοχής | των | διαδοχών |
αιτιατική | τη | διαδοχή | τις | διαδοχές |
κλητική | διαδοχή | διαδοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαδοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαδοχή < διαδέχομαι < διά + δέχομαι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική succession)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.ðoˈçi/ & /ðʝa.ðoˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐δο‐χή
- τονικά παρώνυμα: διάδοχη, διάδοχοι
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαδοχή θηλυκό
- η ενέργεια του διαδέχομαι
- η ανάληψη αξιώματος ή θέσης που μέχρι πρότινος κατείχε κάποιος άλλος
- η ακολούθηση κάποιου πράγματος, φαινομένου κ.λπ. από κάτι άλλο
επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διαδέχομαι και δέχομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλουχική ακολουθία
|
ιεραρχημένη διάταξη
|
μεταβίβαση βασιλικής εξουσίας
|
επεξεργασία
- ↑ διαδοχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διαδοχή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαδοχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.