Δείτε επίσης: διάδοχη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαδοχή οι διαδοχές
      γενική της διαδοχής των διαδοχών
    αιτιατική τη διαδοχή τις διαδοχές
     κλητική διαδοχή διαδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαδοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαδοχή < διαδέχομαι < διά + δέχομαι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική succession)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.ðoˈçi/ & /ðʝa.ðoˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐δο‐χή
τονικά παρώνυμα: διάδοχη, διάδοχοι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαδοχή θηλυκό

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία