Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακολούθηση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ακολούθησ
η
οι
ακολουθήσ
εις
γενική
της
ακολούθησ
ης
&
ακολουθήσ
εως
των
ακολουθήσ
εων
αιτιατική
την
ακολούθησ
η
τις
ακολουθήσ
εις
κλητική
ακολούθησ
η
ακολουθήσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ακολούθηση
<
αρχαία ελληνική
ἀκολούθησις
<
ἀκολουθέω
/
ἀκολουθῶ
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
ακολούθηση
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
ακολουθώ
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ακολούθηση
αγγλικά
:
following
(en)