• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ακολούθηση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακολούθηση οι ακολουθήσεις
      γενική της ακολούθησης
& ακολουθήσεως
των ακολουθήσεων
    αιτιατική την ακολούθηση τις ακολουθήσεις
     κλητική ακολούθηση ακολουθήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ακολούθηση < αρχαία ελληνική ἀκολούθησις < ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ακολούθηση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ακολουθώ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ακολούθηση
  • αγγλικά : following (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ακολούθηση&oldid=4862690"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 17:56

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 17:56.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie