Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασυνέχιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ασυνεχής
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασυνέχιστ
ος
η
ασυνέχιστ
η
το
ασυνέχιστ
ο
γενική
του
ασυνέχιστ
ου
της
ασυνέχιστ
ης
του
ασυνέχιστ
ου
αιτιατική
τον
ασυνέχιστ
ο
την
ασυνέχιστ
η
το
ασυνέχιστ
ο
κλητική
ασυνέχιστ
ε
ασυνέχιστ
η
ασυνέχιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασυνέχιστ
οι
οι
ασυνέχιστ
ες
τα
ασυνέχιστ
α
γενική
των
ασυνέχιστ
ων
των
ασυνέχιστ
ων
των
ασυνέχιστ
ων
αιτιατική
τους
ασυνέχιστ
ους
τις
ασυνέχιστ
ες
τα
ασυνέχιστ
α
κλητική
ασυνέχιστ
οι
ασυνέχιστ
ες
ασυνέχιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασυνέχιστος
<
α-
+
συνεχίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ασυνέχιστος
που δεν έχει
συνεχιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
συνεχισμένος
συνεχιζόμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασυνέχιστος
αγγλικά
:
interrupted
(en)