Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεχισμένος η συνεχισμένη το συνεχισμένο
      γενική του συνεχισμένου της συνεχισμένης του συνεχισμένου
    αιτιατική τον συνεχισμένο τη συνεχισμένη το συνεχισμένο
     κλητική συνεχισμένε συνεχισμένη συνεχισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεχισμένοι οι συνεχισμένες τα συνεχισμένα
      γενική των συνεχισμένων των συνεχισμένων των συνεχισμένων
    αιτιατική τους συνεχισμένους τις συνεχισμένες τα συνεχισμένα
     κλητική συνεχισμένοι συνεχισμένες συνεχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνεχίζω

  Μετοχή επεξεργασία

συνεχισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία