Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνεχιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνεχιζόμεν
ος
η
συνεχιζόμεν
η
το
συνεχιζόμεν
ο
γενική
του
συνεχιζόμεν
ου
της
συνεχιζόμεν
ης
του
συνεχιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
συνεχιζόμεν
ο
τη
συνεχιζόμεν
η
το
συνεχιζόμεν
ο
κλητική
συνεχιζόμεν
ε
συνεχιζόμεν
η
συνεχιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνεχιζόμεν
οι
οι
συνεχιζόμεν
ες
τα
συνεχιζόμεν
α
γενική
των
συνεχιζόμεν
ων
των
συνεχιζόμεν
ων
των
συνεχιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
συνεχιζόμεν
ους
τις
συνεχιζόμεν
ες
τα
συνεχιζόμεν
α
κλητική
συνεχιζόμεν
οι
συνεχιζόμεν
ες
συνεχιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συνεχιζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
συνεχίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνεχιζόμενος