Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
dashed
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Επίθετο
1.2
Ρηματικός τύπος
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
dashed
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
διακεκομμένος
↪
a
dashed
line on the road
- γραμμή
διακεκομμένη
στο δρόμο
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
dashed
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
dash
Πηγές
επεξεργασία
dashed
-
Oxford Learner's Dictionaries