Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dash dashes

dash (en)

  1. η παύλα ( figure dash, en dash, em dash, ή horizontal bar)
    βλέπε και hyphen, minus sgn
  2. η παύλα στα σήματα μορς
  3. η σταγόνα, ο κόμπος, μια ελάχιστη ποσότητα
    ⮡  Put a dash of cognac in my tea.
    Βάλε μια σταγόνα κονιάκ στο τσάι μου.
    ⮡  tea with a dash of brandy - τσάι με έναν κόμπο κονιάκ
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη modicum
  4. (κανονικές εκφράσεις) παύλα
ενεστώτας dash
γ΄ ενικό ενεστώτα dashes
αόριστος dashed
παθητική μετοχή dashed
ενεργητική μετοχή dashing

dash (en)

  1. (αμετάβατο) πετιέμαι, ορμώ, τρέχω κάπου γρηόγορα
    ⮡  He dashed out of the room.
    Πετάχτηκε έξω από το δωμάτιο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leave
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπώ ή πετάω κάτι βίαια
    ⮡  The waves dashed the boat against the rocks.
    Τα κύματα πέταξαν τη βάρκα στα βράχια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη throw
  3. (μεταφορικά) καταστρέφω

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία