modicum
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmodicum (en)
- (επίσημο, μόνο στον ενικό) η ελάχιστη ποσότητα, το λιγάκι, ο κόμπος, ειδικά για κάτι καλό
- ↪ a simple meal with a modicum of wine - απλό γεύμα με λιγάκι/έναν κόμπο κρασί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- modicum - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 462. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόμπος