μορς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μορς < αγγλική Morse < Σάμιουελ Μορς Αμερικανός εφευρέτης του τηλεγράφου
Ουσιαστικό επεξεργασία
μορς ουδέτερο άκλιτο
- σύστημα - κώδικας τηλεγραφίας (οπτικός, ακουστικός) που χρησιμοποιεί μικρά και μακρά διαστήματα (τελείες - παύλες)
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μορς
|