πετιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πετιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος πετάω / πετώ
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈtçe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τιέ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασία
πετιέμαι και πετάγομαι, πρτ.: πετιόμουν(α) και πεταγόμουν(α), στ.μέλλ.: θα πεταχτώ, αόρ.: πετάχτηκα, μτχ.π.π.: πεταγμένος
- → δείτε στην ενεργητική φωνή πετάω, στις σημασίες: με πετάνε
- με ρίχνουν
- με απορρίπτουν ως κάτι άχρηστο
- με σκορπάνε
- κινούμαι απότομα και ορμητικά
- παίρνω τον λόγο απότομα και συνήθως άκαιρα
Μην πετιέσαι σαν πορδή!
Να μην πετιέσαι σαν πορδή!
- πηγαίνω κάπου, σε κοντινή συνήθως απόσταση, με σκοπό να επιστρέψω γρήγορα
- ※ Ας το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρα-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω.
- Κώστας Ταχτσής (1972). «Τα ρέστα». Στη συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα
- ※ Ας το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρα-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω.
- σημείωση: η σημασία «κινούμαι στον αέρα» δεν έχει παθητική φωνή
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε την κλίση πετάω