πετιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πετιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος πετάω / πετώ
Ρήμα
επεξεργασίαπετιέμαι και πετάγομαι, πρτ.: πετιόμουν(α) και πεταγόμουν(α), στ.μέλλ.: θα πεταχτώ, αόρ.: πετάχτηκα, μτχ.π.π.: πεταγμένος
- με πετάνε
- με ρίχνουν
- με απορρίπτουν ως κάτι άχρηστο
- με σκορπάνε
- κινούμαι απότομα και ορμητικά
- παίρνω τον λόγο απότομα και συνήθως άκαιρα
- ⮡ μην πετιέσαι σαν πορδή
- πηγαίνω κάπου, σε κοντινή συνήθως απόσταση, με σκοπό να επιστρέψω γρήγορα
- ※ Ας το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρα-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω. (Κώστας Ταχτσής (1972). «Τα ρέστα». Συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα)