Ετυμολογία

επεξεργασία
πετιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος πετάω / πετώ

πετιέμαι και πετάγομαι, πρτ.: πετιόμουν(α) και πεταγόμουν(α), στ.μέλλ.: θα πεταχτώ, αόρ.: πετάχτηκα, μτχ.π.π.: πεταγμένος

  1. με πετάνε
    1. με ρίχνουν
    2. με απορρίπτουν ως κάτι άχρηστο
    3. με σκορπάνε
  2. κινούμαι απότομα και ορμητικά
     συνώνυμα: τινάζομαι
  3. παίρνω τον λόγο απότομα και συνήθως άκαιρα
      μην πετιέσαι σαν πορδή
  4. πηγαίνω κάπου, σε κοντινή συνήθως απόσταση, με σκοπό να επιστρέψω γρήγορα
      Ας το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρα-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω. (Κώστας Ταχτσής (1972). «Τα ρέστα». Συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα)

Μεταφράσεις

επεξεργασία