πεταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πεταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετώ, πετιέμαι
Μετοχή
επεξεργασία
πεταγμένος, -η, -ο και πεταμένος
- → δείτε τη λέξη πετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πεταμένος