↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεταγμένος η πεταγμένη το πεταγμένο
      γενική του πεταγμένου της πεταγμένης του πεταγμένου
    αιτιατική τον πεταγμένο την πεταγμένη το πεταγμένο
     κλητική πεταγμένε πεταγμένη πεταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεταγμένοι οι πεταγμένες τα πεταγμένα
      γενική των πεταγμένων των πεταγμένων των πεταγμένων
    αιτιατική τους πεταγμένους τις πεταγμένες τα πεταγμένα
     κλητική πεταγμένοι πεταγμένες πεταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετώ, πετιέμαι

πεταγμένος, -η, -ο και πεταμένος

  • → δείτε τη λέξη πετώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη πεταμένος