πεταμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετώ, πετιέμαι
Μετοχή επεξεργασία
πεταμένος, -η, -ο
- που τον έχουν πετάξει (σαν κάτι άχρηστο)
- βρέθηκε πεταμένος στο δρόμο
- (μεταφορικά) που έχει ξοδευτεί χωρίς αντίκρισμα
- πεταμένα λεφτά