Δείτε επίσης: πετάμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεταμένος η πεταμένη το πεταμένο
      γενική του πεταμένου της πεταμένης του πεταμένου
    αιτιατική τον πεταμένο την πεταμένη το πεταμένο
     κλητική πεταμένε πεταμένη πεταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεταμένοι οι πεταμένες τα πεταμένα
      γενική των πεταμένων των πεταμένων των πεταμένων
    αιτιατική τους πεταμένους τις πεταμένες τα πεταμένα
     κλητική πεταμένοι πεταμένες πεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετώ, πετιέμαι

πεταμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν πετάξει (σαν κάτι άχρηστο)
    βρέθηκε πεταμένος στο δρόμο
  2. (μεταφορικά) που έχει ξοδευτεί χωρίς αντίκρισμα
    πεταμένα λεφτά


Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία