Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετάμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
πεταμένος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πετάμεν
ος
η
πετάμεν
η
το
πετάμεν
ο
γενική
του
πετάμεν
ου
της
πετάμεν
ης
του
πετάμεν
ου
αιτιατική
τον
πετάμεν
ο
την
πετάμεν
η
το
πετάμεν
ο
κλητική
πετάμεν
ε
πετάμεν
η
πετάμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πετάμεν
οι
οι
πετάμεν
ες
τα
πετάμεν
α
γενική
των
πετάμεν
ων
των
πετάμεν
ων
των
πετάμεν
ων
αιτιατική
τους
πετάμεν
ους
τις
πετάμεν
ες
τα
πετάμεν
α
κλητική
πετάμεν
οι
πετάμεν
ες
πετάμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετάμενος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
πετάμενος
που
πετάει
(που
ίπταται
)
πουλί
πετάμενο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετάμενος