Δείτε επίσης: πεταμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετάμενος η πετάμενη το πετάμενο
      γενική του πετάμενου της πετάμενης του πετάμενου
    αιτιατική τον πετάμενο την πετάμενη το πετάμενο
     κλητική πετάμενε πετάμενη πετάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετάμενοι οι πετάμενες τα πετάμενα
      γενική των πετάμενων των πετάμενων των πετάμενων
    αιτιατική τους πετάμενους τις πετάμενες τα πετάμενα
     κλητική πετάμενοι πετάμενες πετάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετάμενος < λείπει η ετυμολογία

πετάμενος

  1. που πετάει (που ίπταται)
    πουλί πετάμενο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία