ενεστώτας butt in
γ΄ ενικό ενεστώτα butts in
αόριστος butted in
παθητική μετοχή butted in
ενεργητική μετοχή butting in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
butt in < → δείτε τις λέξεις butt και in

butt in (en)

  • πετάγομαι, λέω κάτι διακόπτοντας ομιλητή, μπαίνω ξαφνικά στη συζήτηση
    ⮡  Stop butting in to our conversation.
    Πάψε να πετάγεσαι στην κουβέντα μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη break in