butt in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | butt in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | butts in |
αόριστος | butted in |
παθητική μετοχή | butted in |
ενεργητική μετοχή | butting in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbutt in (en)
ενεστώτας | butt in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | butts in |
αόριστος | butted in |
παθητική μετοχή | butted in |
ενεργητική μετοχή | butting in |
butt in (en)