eject
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | eject |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ejects |
αόριστος | ejected |
παθητική μετοχή | ejected |
ενεργητική μετοχή | ejecting |
Ρήμα
επεξεργασίαeject (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) πετάω έξω, διώχνω, αναγκάζω κάποιον ή κάτι να φύγει από κάποιο χώρο
- (αμετάβατο) πετιέμαι, δραπετεύω από αεροσκάφος
- ⮡ The airman was ejected from his seat.
- Ο αεροπόρος πετάχτηκε από το κάθισμά του.
- ⮡ The airman was ejected from his seat.
Πηγές
επεξεργασία- eject - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 243-244, 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: διώχνω, πετώ