ενεστώτας eject
γ΄ ενικό ενεστώτα ejects
αόριστος ejected
παθητική μετοχή ejected
ενεργητική μετοχή ejecting

eject (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) πετάω έξω, διώχνω, αναγκάζω κάποιον ή κάτι να φύγει από κάποιο χώρο
    ⮡  I eject a tenant.
    Πετώ έξω ένα μισθωτή.
    ⮡  They ejected him from the tavern.
    Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out
  2. (αμετάβατο) πετιέμαι, δραπετεύω από αεροσκάφος
    ⮡  The airman was ejected from his seat.
    Ο αεροπόρος πετάχτηκε από το κάθισμά του.