Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας drop by
γ΄ ενικό ενεστώτα drops by
αόριστος dropped by
παθητική μετοχή dropped by
ενεργητική μετοχή dropping by

  Ετυμολογία επεξεργασία

drop by < → δείτε τις λέξεις drop και by

  Ρήμα επεξεργασία

drop by (en)

  • (αμετάβατο, προφορικό) πετιέμαι, περνάω, κάνω σύντομη επίσκεψη, πηγαίνω κάπου στα γρήγορα και βιαστικά
    Drop by the kiosk/newsstand to get cigarettes.
    Πετάξου ως το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα.
    I happened to be passing by and thought I would drop by for a bit to see what you are up to.
    Περνούσα τυχαία κι είπα να πεταχτώ για λίγο να δω τι κάνεις.
    Some friends dropped by for a cup of coffee/to see us.
    Πέρασαν κάτι φίλοι για καφεδάκι/να μας δουν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stop by

  Πηγές επεξεργασία