ἱερομνήμων
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἱερομνήμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱερομνήμων < ἱερο- + μνήμων (< μιμνήσκω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἱερομνήμων αρσενικό
- (πολιτική) ιερέας ή αξιωματούχος αρμόδιος για τα θρησκευτικά ζητήματα της αυτοκρατορίας, «υπουργός» επί των θρησκευτικών
- ποντίφικας
Πηγές
επεξεργασία- ἱερομνήμων - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἱερομνημων-, ἱερομνημον- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἱερομνήμων | οἱ | ἱερομνήμονες | |
γενική | τοῦ | ἱερομνήμονος | τῶν | ἱερομνημόνων | |
δοτική | τῷ | ἱερομνήμονῐ | τοῖς | ἱερομνήμοσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἱερομνήμονᾰ | τοὺς | ἱερομνήμονᾰς | |
κλητική ὦ! | ἱερομνῆμον | ἱερομνήμονες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱερομνήμονε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱερομνημόνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἱερομνήμων, -ονος αρσενικό
- που θυμάται ό,τι ιερό έχει συμβεί, που το φυλάει στη μνήμη του
- (θρησκεία) ονομασία του ενός εκ των δύο απεσταλμένων της κάθε πόλεως–κράτους στο Αμφικτυονικό συνέδριο, που είχε καθήκοντα γραμματέως, (ο άλλος ήταν ο πυλαγόρας)
- → δείτε τη λέξη ἱερογραμματεύς
- (γενικότερα) γραμματέας