Ετυμολογία

επεξεργασία
μιμνήσκω < λείπει η ετυμολογία

μιμνήσκω

  1. θυμάμαι, ανακαλώ στη μνήμη μου
    ※  2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Κατὰ Λουκᾶν, κβʹ, μβʹ
    καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ, Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.
  2. μνημονεύω
  3. θυμίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία