μιμνήσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μιμνήσκω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμιμνήσκω
- θυμάμαι, ανακαλώ στη μνήμη μου
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Κατὰ Λουκᾶν, κβʹ, μβʹ
- καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ, Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Κατὰ Λουκᾶν, κβʹ, μβʹ
- μνημονεύω
- θυμίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μιμνήσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μιμνήσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.