↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μνημονεῖον τὰ μνημονεῖ
      γενική τοῦ μνημονείου τῶν μνημονείων
      δοτική τῷ μνημονεί τοῖς μνημονείοις
    αιτιατική τὸ μνημονεῖον τὰ μνημονεῖ
     κλητική ! μνημονεῖον μνημονεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μνημονείω
γεν-δοτ τοῖν  μνημονείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μνημονεῖον < μνήμων, μνημον- + -εῖον < μιμνήσκω/μνάομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μνημονεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. μητρώο
  2. κατάστιχο

Άλλες μορφές

επεξεργασία