Δείτε επίσης: μνήμων, μνημών
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Μνημων-, Μνημον-
ονομαστική Μνήμων οἱ Μνήμονες
      γενική τοῦ Μνήμονος τῶν Μνημόνων
      δοτική τῷ Μνήμον τοῖς Μνήμοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Μνήμον τοὺς Μνήμονᾰς
     κλητική ! Μνῆμον Μνήμονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μνήμονε
γεν-δοτ τοῖν  Μνημόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μνήμων < μνήμων

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μνήμων, -ονος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία