Μνήμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Μνημων-, Μνημον- | |||||
ονομαστική | ὁ | Μνήμων | οἱ | Μνήμονες | |
γενική | τοῦ | Μνήμονος | τῶν | Μνημόνων | |
δοτική | τῷ | Μνήμονῐ | τοῖς | Μνήμοσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Μνήμονᾰ | τοὺς | Μνήμονᾰς | |
κλητική ὦ! | Μνῆμον | Μνήμονες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μνήμονε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Μνημόνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μνήμων < μνήμων
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜνήμων, -ονος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μνήμων στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Μνήμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.