μνημόνευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μνημόνευσῐς | αἱ | μνημονεύσεις | ||||
γενική | τῆς | μνημονεύσεως | τῶν | μνημονεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | μνημονεύσει | ταῖς | μνημονεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μνημόνευσῐν | τὰς | μνημονεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | μνημόνευσῐ | μνημονεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μνημονεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μνημονευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μνημόνευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμνημόνευσις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- μνημόνευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.