Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιμνημόνιο τα αντιμνημόνια
      γενική του αντιμνημονίου
αντιμνημόνιου
των αντιμνημονίων
    αιτιατική το αντιμνημόνιο τα αντιμνημόνια
     κλητική αντιμνημόνιο αντιμνημόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιμνημόνιο < αντι- + μνημόνιο[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.mniˈmo.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐μνη‐μό‐νι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιμνημόνιο ουδέτερο

  • (πολιτική) επικριτική στάση απέναντι στους όρους του μνημονίου ή άρνηση εφαρμογής του[2]
    ※  Ανάγκες συμβολισμών, μα κυρίως νομίζω δημαγωγικές ευκολίες, ρητορική του εντυπωσιασμού, επέβαλαν τα τελευταία πέντε χρόνια στην ελληνική πολιτική σκηνή τον πιο ψευδεπίγραφο, τον πιο άγονο διχασμό: μνημόνιο – αντιμνημόνιο και τα δεκάδες παράγωγα διλήμματα.
    Τσιχλιάς, Σωκράτης (23 Μαΐου 2015), Μνημόνιο, αντιμνημόνιο, τέλος, Η Καθημερινή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αντιμνημόνιοΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αντιμνημόνιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)