ajusté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ajusté | ajustés |
θηλυκό | ajustée | ajustées |
ajusté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ajusté | ajustés |
θηλυκό | ajustée | ajustées |
ajusté (fr)