πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφαρμοστής οι εφαρμοστές
      γενική του εφαρμοστή των εφαρμοστών
    αιτιατική τον εφαρμοστή τους εφαρμοστές
     κλητική εφαρμοστή εφαρμοστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφαρμοστής αρσενικό

  • (επάγγελμα) επαγγελματίας που συναρμολογεί μηχανές ή τμήματα αυτών
    δούλεψε πολλά χρόνια σαν εφαρμοστής προπελών στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

εφαρμοστής