Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁρμόζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί).

  Ρήμα επεξεργασία

ἁρμόζω

  1. ενώνω, συνδέω, κάνω να χωρέσει
  2. αρραβωνιάζω
  3. κανονίζω, κυβερνάω, διοικώ
  4. αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία