αρραβωνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρραβωνιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρραβωνιάζω < ελληνιστική κοινή ἀρραβωνίζω (δίνω ενέχυρο) < αρχαία ελληνική ἀρραβών
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρα‐βω‐νιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααρραβωνιάζω, αόρ.: αρραβώνιασα, παθ.φωνή: αρραβωνιάζομαι, π.αόρ.: αρραβωνιάστηκα, μτχ.π.π.: αρραβωνιασμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αρρεβωνιάζω, αρρεβωνιάζομαι (λαϊκότροπο)
- αρραβωνίζω λόγιο & το παθητικό 3ο πρόσωπο αρραβωνίζεται
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμε αρραβωνια-
με αρρεβωνια- → δείτε τη λέξη αρρεβωνιάζω
→ και δείτε τη λέξη αρραβώνας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρραβωνιάζω | αρραβώνιαζα | θα αρραβωνιάζω | να αρραβωνιάζω | αρραβωνιάζοντας | |
β' ενικ. | αρραβωνιάζεις | αρραβώνιαζες | θα αρραβωνιάζεις | να αρραβωνιάζεις | αρραβώνιαζε | |
γ' ενικ. | αρραβωνιάζει | αρραβώνιαζε | θα αρραβωνιάζει | να αρραβωνιάζει | ||
α' πληθ. | αρραβωνιάζουμε | αρραβωνιάζαμε | θα αρραβωνιάζουμε | να αρραβωνιάζουμε | ||
β' πληθ. | αρραβωνιάζετε | αρραβωνιάζατε | θα αρραβωνιάζετε | να αρραβωνιάζετε | αρραβωνιάζετε | |
γ' πληθ. | αρραβωνιάζουν(ε) | αρραβώνιαζαν αρραβωνιάζαν(ε) |
θα αρραβωνιάζουν(ε) | να αρραβωνιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρραβώνιασα | θα αρραβωνιάσω | να αρραβωνιάσω | αρραβωνιάσει | ||
β' ενικ. | αρραβώνιασες | θα αρραβωνιάσεις | να αρραβωνιάσεις | αρραβώνιασε | ||
γ' ενικ. | αρραβώνιασε | θα αρραβωνιάσει | να αρραβωνιάσει | |||
α' πληθ. | αρραβωνιάσαμε | θα αρραβωνιάσουμε | να αρραβωνιάσουμε | |||
β' πληθ. | αρραβωνιάσατε | θα αρραβωνιάσετε | να αρραβωνιάσετε | αρραβωνιάστε | ||
γ' πληθ. | αρραβώνιασαν αρραβωνιάσαν(ε) |
θα αρραβωνιάσουν(ε) | να αρραβωνιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρραβωνιάσει | είχα αρραβωνιάσει | θα έχω αρραβωνιάσει | να έχω αρραβωνιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρραβωνιάσει | είχες αρραβωνιάσει | θα έχεις αρραβωνιάσει | να έχεις αρραβωνιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρραβωνιάσει | είχε αρραβωνιάσει | θα έχει αρραβωνιάσει | να έχει αρραβωνιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρραβωνιάσει | είχαμε αρραβωνιάσει | θα έχουμε αρραβωνιάσει | να έχουμε αρραβωνιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρραβωνιάσει | είχατε αρραβωνιάσει | θα έχετε αρραβωνιάσει | να έχετε αρραβωνιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρραβωνιάσει | είχαν αρραβωνιάσει | θα έχουν αρραβωνιάσει | να έχουν αρραβωνιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρραβωνιάζομαι | αρραβωνιαζόμουν(α) | θα αρραβωνιάζομαι | να αρραβωνιάζομαι | ||
β' ενικ. | αρραβωνιάζεσαι | αρραβωνιαζόσουν(α) | θα αρραβωνιάζεσαι | να αρραβωνιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | αρραβωνιάζεται | αρραβωνιαζόταν(ε) | θα αρραβωνιάζεται | να αρραβωνιάζεται | ||
α' πληθ. | αρραβωνιαζόμαστε | αρραβωνιαζόμαστε αρραβωνιαζόμασταν |
θα αρραβωνιαζόμαστε | να αρραβωνιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αρραβωνιάζεστε | αρραβωνιαζόσαστε αρραβωνιαζόσασταν |
θα αρραβωνιάζεστε | να αρραβωνιάζεστε | (αρραβωνιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αρραβωνιάζονται | αρραβωνιάζονταν αρραβωνιαζόντουσαν |
θα αρραβωνιάζονται | να αρραβωνιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρραβωνιάστηκα | θα αρραβωνιαστώ | να αρραβωνιαστώ | αρραβωνιαστεί | ||
β' ενικ. | αρραβωνιάστηκες | θα αρραβωνιαστείς | να αρραβωνιαστείς | αρραβωνιάσου | ||
γ' ενικ. | αρραβωνιάστηκε | θα αρραβωνιαστεί | να αρραβωνιαστεί | |||
α' πληθ. | αρραβωνιαστήκαμε | θα αρραβωνιαστούμε | να αρραβωνιαστούμε | |||
β' πληθ. | αρραβωνιαστήκατε | θα αρραβωνιαστείτε | να αρραβωνιαστείτε | αρραβωνιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αρραβωνιάστηκαν αρραβωνιαστήκαν(ε) |
θα αρραβωνιαστούν(ε) | να αρραβωνιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αρραβωνιαστεί | είχα αρραβωνιαστεί | θα έχω αρραβωνιαστεί | να έχω αρραβωνιαστεί | αρραβωνιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αρραβωνιαστεί | είχες αρραβωνιαστεί | θα έχεις αρραβωνιαστεί | να έχεις αρραβωνιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αρραβωνιαστεί | είχε αρραβωνιαστεί | θα έχει αρραβωνιαστεί | να έχει αρραβωνιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αρραβωνιαστεί | είχαμε αρραβωνιαστεί | θα έχουμε αρραβωνιαστεί | να έχουμε αρραβωνιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αρραβωνιαστεί | είχατε αρραβωνιαστεί | θα έχετε αρραβωνιαστεί | να έχετε αρραβωνιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αρραβωνιαστεί | είχαν αρραβωνιαστεί | θα έχουν αρραβωνιαστεί | να έχουν αρραβωνιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αρραβωνιασμένος - είμαστε, είστε, είναι αρραβωνιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αρραβωνιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αρραβωνιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αρραβωνιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αρραβωνιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αρραβωνιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αρραβωνιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αρραβωνιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρραβωνιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρραβωνιάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας