αρρεβωνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρρεβωνιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρρεβωνιάζω → και δείτε τη λέξη αρραβωνιάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɾe.voˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρε‐βω‐νιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααρρεβωνιάζω, αόρ.: αρρεβώνιασα, παθ.φωνή: αρρεβωνιάζομαι, π.αόρ.: αρρεβωνιάστηκα, μτχ.π.π.: αρρεβωνιασμένος
- (λαϊκότροπο) λαϊκότροπη μορφή του αρραβωνιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαμε αρρεβωνια-
- Όροι με αρρεβωνι- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
με αρραβωνια- → δείτε τη λέξη αρραβωνιάζω
→ και δείτε τη λέξη αρραβώνας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρρεβωνιάζω | αρρεβώνιαζα | θα αρρεβωνιάζω | να αρρεβωνιάζω | αρρεβωνιάζοντας | |
β' ενικ. | αρρεβωνιάζεις | αρρεβώνιαζες | θα αρρεβωνιάζεις | να αρρεβωνιάζεις | αρρεβώνιαζε | |
γ' ενικ. | αρρεβωνιάζει | αρρεβώνιαζε | θα αρρεβωνιάζει | να αρρεβωνιάζει | ||
α' πληθ. | αρρεβωνιάζουμε | αρρεβωνιάζαμε | θα αρρεβωνιάζουμε | να αρρεβωνιάζουμε | ||
β' πληθ. | αρρεβωνιάζετε | αρρεβωνιάζατε | θα αρρεβωνιάζετε | να αρρεβωνιάζετε | αρρεβωνιάζετε | |
γ' πληθ. | αρρεβωνιάζουν(ε) | αρρεβώνιαζαν αρρεβωνιάζαν(ε) |
θα αρρεβωνιάζουν(ε) | να αρρεβωνιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρρεβώνιασα | θα αρρεβωνιάσω | να αρρεβωνιάσω | αρρεβωνιάσει | ||
β' ενικ. | αρρεβώνιασες | θα αρρεβωνιάσεις | να αρρεβωνιάσεις | αρρεβώνιασε | ||
γ' ενικ. | αρρεβώνιασε | θα αρρεβωνιάσει | να αρρεβωνιάσει | |||
α' πληθ. | αρρεβωνιάσαμε | θα αρρεβωνιάσουμε | να αρρεβωνιάσουμε | |||
β' πληθ. | αρρεβωνιάσατε | θα αρρεβωνιάσετε | να αρρεβωνιάσετε | αρρεβωνιάστε | ||
γ' πληθ. | αρρεβώνιασαν αρρεβωνιάσαν(ε) |
θα αρρεβωνιάσουν(ε) | να αρρεβωνιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρρεβωνιάσει | είχα αρρεβωνιάσει | θα έχω αρρεβωνιάσει | να έχω αρρεβωνιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρρεβωνιάσει | είχες αρρεβωνιάσει | θα έχεις αρρεβωνιάσει | να έχεις αρρεβωνιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρρεβωνιάσει | είχε αρρεβωνιάσει | θα έχει αρρεβωνιάσει | να έχει αρρεβωνιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρρεβωνιάσει | είχαμε αρρεβωνιάσει | θα έχουμε αρρεβωνιάσει | να έχουμε αρρεβωνιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρρεβωνιάσει | είχατε αρρεβωνιάσει | θα έχετε αρρεβωνιάσει | να έχετε αρρεβωνιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρρεβωνιάσει | είχαν αρρεβωνιάσει | θα έχουν αρρεβωνιάσει | να έχουν αρρεβωνιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρρεβωνιάζομαι | αρρεβωνιαζόμουν(α) | θα αρρεβωνιάζομαι | να αρρεβωνιάζομαι | ||
β' ενικ. | αρρεβωνιάζεσαι | αρρεβωνιαζόσουν(α) | θα αρρεβωνιάζεσαι | να αρρεβωνιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | αρρεβωνιάζεται | αρρεβωνιαζόταν(ε) | θα αρρεβωνιάζεται | να αρρεβωνιάζεται | ||
α' πληθ. | αρρεβωνιαζόμαστε | αρρεβωνιαζόμαστε αρρεβωνιαζόμασταν |
θα αρρεβωνιαζόμαστε | να αρρεβωνιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αρρεβωνιάζεστε | αρρεβωνιαζόσαστε αρρεβωνιαζόσασταν |
θα αρρεβωνιάζεστε | να αρρεβωνιάζεστε | (αρρεβωνιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αρρεβωνιάζονται | αρρεβωνιάζονταν αρρεβωνιαζόντουσαν |
θα αρρεβωνιάζονται | να αρρεβωνιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρρεβωνιάστηκα | θα αρρεβωνιαστώ | να αρρεβωνιαστώ | αρρεβωνιαστεί | ||
β' ενικ. | αρρεβωνιάστηκες | θα αρρεβωνιαστείς | να αρρεβωνιαστείς | αρρεβωνιάσου | ||
γ' ενικ. | αρρεβωνιάστηκε | θα αρρεβωνιαστεί | να αρρεβωνιαστεί | |||
α' πληθ. | αρρεβωνιαστήκαμε | θα αρρεβωνιαστούμε | να αρρεβωνιαστούμε | |||
β' πληθ. | αρρεβωνιαστήκατε | θα αρρεβωνιαστείτε | να αρρεβωνιαστείτε | αρρεβωνιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αρρεβωνιάστηκαν αρρεβωνιαστήκαν(ε) |
θα αρρεβωνιαστούν(ε) | να αρρεβωνιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αρρεβωνιαστεί | είχα αρρεβωνιαστεί | θα έχω αρρεβωνιαστεί | να έχω αρρεβωνιαστεί | αρρεβωνιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αρρεβωνιαστεί | είχες αρρεβωνιαστεί | θα έχεις αρρεβωνιαστεί | να έχεις αρρεβωνιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αρρεβωνιαστεί | είχε αρρεβωνιαστεί | θα έχει αρρεβωνιαστεί | να έχει αρρεβωνιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αρρεβωνιαστεί | είχαμε αρρεβωνιαστεί | θα έχουμε αρρεβωνιαστεί | να έχουμε αρρεβωνιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αρρεβωνιαστεί | είχατε αρρεβωνιαστεί | θα έχετε αρρεβωνιαστεί | να έχετε αρρεβωνιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αρρεβωνιαστεί | είχαν αρρεβωνιαστεί | θα έχουν αρρεβωνιαστεί | να έχουν αρρεβωνιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αρρεβωνιασμένος - είμαστε, είστε, είναι αρρεβωνιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αρρεβωνιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αρρεβωνιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αρρεβωνιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αρρεβωνιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αρρεβωνιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αρρεβωνιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρρεβωνιάζω
→ δείτε τη λέξη αρραβωνιάζω |
Πηγές
επεξεργασία- αρρεβωνιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρραβωνιάζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρρεβωνιάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας