αρρεβωνιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾe.vo.ɲaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρε‐βω‐νια‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
αρρεβωνιασμένος
- (προφορικό, λαϊκότροπο) λαϊκότροπη μορφή του αρραβωνιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αρρεβωνιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρρεβωνιασμένος
→ δείτε τη λέξη αρραβωνιασμένος |
Πηγές επεξεργασία
- αρραβωνιασμένος, αρραβωνιασμένη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας