Δείτε επίσης: ἀρραβώνας, αρραβώνα, αρρεβώνας, ἀρρεβώνας, αρρεβώνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρραβώνας οι αρραβώνες
      γενική του αρραβώνα των αρραβώνων
    αιτιατική τον αρραβώνα τους αρραβώνες
     κλητική αρραβώνα αρραβώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρραβώνας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρραβώνας < αρχαία ελληνική ἀρραβών από την αιτιατική ενικού «τὴν ἀρραβῶνα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾaˈvo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐ρα‐βώ‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρραβώνας αρσενικό

  1. αμοιβαία υπόσχεση γάμου
     συνώνυμα: μνηστεία, αρραβώνιασμα
    1. το δαχτυλίδι που ανταλλάσσεται για υπόσχεση γάμου
      περνάω βέρες (έκφραση)
      ταυτόσημα: βέρα
    2. (συνήθως στον πληθυντικό αρραβώνες) η οικογενειακή γιορή υπόσχεσης γάμου
      ταυτόσημα: αρραβωνιάσματα
    3. (εκκλησιαστικός όρος) η τελετή για υπόσχεση γάμου στην εκκλησία
  2. (νομικός όρος) χρηματικό ποσό, ή κινητό πράγμα που καταβάλλεται ως προκαταβολή (αποζημίωσης) σε περίπτωση υπαίτιας ματαίωσης κατά την σύναψη μιας συμφωνίας
     συνώνυμα: καπάρο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

με αρραβων-

με αρρεβων-

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία