Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπάρο τα καπάρα
      γενική του καπάρου των καπάρων
    αιτιατική το καπάρο τα καπάρα
     κλητική καπάρο καπάρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καπάρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική caparra (λέξη που θεωρήθηκε ως πληθυντικός) < capo e arra < λατινική caput + arra/arrha (<arrhabo < ελληνιστική κοινή ἀρραβών < εβραϊκή ערבון)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καπάρο ουδέτερο

  1. είδος προκαταβολής που δίνεται για αγορά, ώστε ο πωλητής να μην πουλήσει το αντικείμενο της συναλλαγής σε άλλον μέχρι να γίνει η οριστική πώληση
  2. (παρωχημένο) αρραβώνας

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία