καπάρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπάρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπάρωμα ουδέτερο
- η απόδοση κάποιου χρηματικού ποσού σαν προκαταβολή και ταυτόχρονα σαν εγγύηση ότι ο αγοραστής θα προχωρήσει στην αγορά κάποιου αντικειμένου