Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπάρωμα τα καπαρώματα
      γενική του καπαρώματος των καπαρωμάτων
    αιτιατική το καπάρωμα τα καπαρώματα
     κλητική καπάρωμα καπαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπάρωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπάρωμα ουδέτερο

  • η απόδοση κάποιου χρηματικού ποσού σαν προκαταβολή και ταυτόχρονα σαν εγγύηση ότι ο αγοραστής θα προχωρήσει στην αγορά κάποιου αντικειμένου

  Μεταφράσεις επεξεργασία