καπαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπαρώνω < λατινικά capere «παίρνω»
Ρήμα
επεξεργασίακαπαρώνω
- δίνω κάποιο χρηματικό ποσό σαν προκαταβολή και ταυτόχρονα σαν εγγύηση ότι θα προχωρήσω στην αγορά κάποιου αντικειμένου
- αποκτώ ή εξασφαλίζω κάτι (συνήθως δύσκολο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καπαρώνω | καπάρωνα | θα καπαρώνω | να καπαρώνω | καπαρώνοντας | |
β' ενικ. | καπαρώνεις | καπάρωνες | θα καπαρώνεις | να καπαρώνεις | καπάρωνε | |
γ' ενικ. | καπαρώνει | καπάρωνε | θα καπαρώνει | να καπαρώνει | ||
α' πληθ. | καπαρώνουμε | καπαρώναμε | θα καπαρώνουμε | να καπαρώνουμε | ||
β' πληθ. | καπαρώνετε | καπαρώνατε | θα καπαρώνετε | να καπαρώνετε | καπαρώνετε | |
γ' πληθ. | καπαρώνουν(ε) | καπάρωναν καπαρώναν(ε) |
θα καπαρώνουν(ε) | να καπαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καπάρωσα | θα καπαρώσω | να καπαρώσω | καπαρώσει | ||
β' ενικ. | καπάρωσες | θα καπαρώσεις | να καπαρώσεις | καπάρωσε | ||
γ' ενικ. | καπάρωσε | θα καπαρώσει | να καπαρώσει | |||
α' πληθ. | καπαρώσαμε | θα καπαρώσουμε | να καπαρώσουμε | |||
β' πληθ. | καπαρώσατε | θα καπαρώσετε | να καπαρώσετε | καπαρώστε | ||
γ' πληθ. | καπάρωσαν καπαρώσαν(ε) |
θα καπαρώσουν(ε) | να καπαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καπαρώσει | είχα καπαρώσει | θα έχω καπαρώσει | να έχω καπαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καπαρώσει | είχες καπαρώσει | θα έχεις καπαρώσει | να έχεις καπαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καπαρώσει | είχε καπαρώσει | θα έχει καπαρώσει | να έχει καπαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καπαρώσει | είχαμε καπαρώσει | θα έχουμε καπαρώσει | να έχουμε καπαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καπαρώσει | είχατε καπαρώσει | θα έχετε καπαρώσει | να έχετε καπαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καπαρώσει | είχαν καπαρώσει | θα έχουν καπαρώσει | να έχουν καπαρώσει |
|