Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπαρώνω < λατινικά capere «παίρνω»

  Ρήμα επεξεργασία

καπαρώνω

  1. δίνω κάποιο χρηματικό ποσό σαν προκαταβολή και ταυτόχρονα σαν εγγύηση ότι θα προχωρήσω στην αγορά κάποιου αντικειμένου
  2. αποκτώ ή εξασφαλίζω κάτι (συνήθως δύσκολο)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία