αρραβωνιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρραβωνιάρης < αρραβών(ας) + -ιάρης [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈɲa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρα‐βω‐νιά‐ρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρραβωνιάρης αρσενικό (θηλυκό αρραβωνιάρα -συχνότερο το θηλυκό-)[2]
- (προφορικό, λαϊκότροπο, ειρωνικό) ο αρραβωνιαστικός, ο μνηστήρας
- άλλες μορφές: αρρεβωνιάρης [3]
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αρραβώνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαϊκότροπη λέξη για το αρραβωνιαστικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αρραβωνιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αρραβωνιάρα (αρραβωνιάρης) - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)