fiancé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fiancé | fiancés |
θηλυκό | fiancée | fiancées |
fiancé (fr)
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fiancé | fiancés |
θηλυκό | fiancée | fiancées |
fiancé (fr)