μνηστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μνηστήρας < αρχαία ελληνική μνηστήρ < αρχαία ελληνική μνάομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μνηστήρας αρσενικό
- αυτός που έχει δώσει επίσημη υπόσχεση γάμου σε μια γυναίκα, ο αρραβωνιαστικός
- αυτός που επιδιώκει να παντρευτεί μια γυναίκα
- οι μνηστήρες της Πηνελόπης
- (μεταφορικά) o υποψήφιος που ανταγωνίζεται άλλους για την απόκτηση μιας επίζηλης θέσης
- οι μνηστήρες του θρόνου