μνηστήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μνηστήρ | οἱ | μνηστῆρες |
γενική | τοῦ | μνηστῆρος | τῶν | μνηστήρων |
δοτική | τῷ | μνηστῆρῐ | τοῖς | μνηστῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | μνηστῆρᾰ | τοὺς | μνηστῆρᾰς |
κλητική ὦ! | μνηστήρ | μνηστῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μνηστῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μνηστήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμνηστήρ, -ῆρος αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασίαμε θέμα μνηστ-
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μνηστήρας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μνηστήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μνηστήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.