Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μνηστήρ οἱ μνηστῆρες
      γενική τοῦ μνηστῆρος τῶν μνηστήρων
      δοτική τῷ μνηστῆρ τοῖς μνηστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μνηστῆρ τοὺς μνηστῆρᾰς
     κλητική ! μνηστήρ μνηστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μνηστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  μνηστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μνηστήρ < μνησ-, συνοπτικό θέμα του μνάομαι (ενθυμούμαι / ζητάω σε γάμο) + -τήρ[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μνηστήρ, -ῆρος αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

με θέμα μνηστ-

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μνηστήρας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία