Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μνηστεύω < αρχαία ελληνική μνηστεύω

  Ρήμα επεξεργασία

μνηστεύω

  • αρραβωνιάζω, υπόσχομαι να δώσω ως σύζυγο συγγενικό μου πρόσωπο

Σημειώσεις επεξεργασία

Συνηθέστερο στην παθητική φωνή, μνηστεύομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία