Ετυμολογία

επεξεργασία
μνηστεύομαι < αρχαία ελληνική μνηστεύομαι, μέση-παθητική φωνή του μνηστεύω

μνηστεύομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία