Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρραβωνιάζομαι < παθητική φωνή του αρραβωνιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

αρραβωνιάζομαι, μετοχή παρακειμένου αρραβωνιασμένος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία