ἀάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἀάω | ἀάομαι |
Παρατατικός | ||
Μέλλοντας | ἀάσω | ἀάσομαι - ἀσθήσομαι |
Αόριστος | ἄασα ή ἆσα | ἀασάμην ή ἀσάμην - ἀάσθην |
Παρακείμενος | ----(*)---- | ----(*)---- |
Υπερσυντέλικος | ----(*)---- | ----(*)---- |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀάω
- σύνταξη με αιτιατική, ἀάω τινά: πλήττω, χτυπώ
- (αμετάβατο) βλάπτω, αποπλανώ, μωραίνω, ξεμυαλίζω
- (στους μεσοπαθητικούς τύπους) φέρομαι παράλογα, τυφλώνομαι, αποβλακώνομαι από πάθος ή ανοησία, κάνω κάποια τρέλα
- ἀασάμην, οὐδ᾽ αὐτὸς ἀναίνομαι. : τα έχασα (με τύφλωσε το πάθος μου/φέρθηκα σαν τρελός), δεν το αρνιέμαι ούτε εγώ ο ίδιος (Ιλιάδα, 9.116)
Συνώνυμα
επεξεργασία(της ενεργητικής μορφής)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Το ρήμα ἀάω είναι ελλιπές, δεν έχει παρακείμενο και υπερσυντέλικο, απαντάται στην Ιλιάδα και Οδύσσεια του Ομήρου, πρόκειται για πολύ αρχαίο ρήμα.