αυτοκόλλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοκόλλητος < αυτο- + κολλώ + -τος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-sticking)
Επίθετο επεξεργασία
αυτοκόλλητος
- που κολλά από μόνος του, χωρίς χρήση επιπλέον κόλλας
- (ουσιαστικοποιημένο) αυτοκόλλητο
Συγγενικά επεξεργασία
- αυτοκόλληση
- αυτοκόλλητο
- → δείτε τις λέξεις αυτός και κόλλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοκόλλητος