collage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- collage < coller
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
collage | collages |
collage (fr) αρσενικό
- το κόλλημα
- η ιδιότητα του να είναι κάτι κολλημένο
- (τέχνη) το κολάζ
- (μεταφορικά) (οικείο) η συγκατοίκηση ενός άντρα και μιας γυναίκας χωρίς να είναι παντρεμένοι