κολάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική collage < coller + -age < colle < δημώδης λατινική colla < αρχαία ελληνική κόλλα (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακολάζ ουδέτερο άκλιτο
- (τέχνη) καλλιτέχνημα που προκύπτει απ’ τη σύνθεση και επικόλληση ποικίλων υλικών πάνω σε μια επιφάνεια και ενίοτε συνδυάζει σχέδιο ή ζωγραφική
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κολάζ στη Βικιπαίδεια