χαρτεπικόλληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρτεπικόλληση | οι | χαρτεπικολλήσεις |
γενική | της | χαρτεπικόλλησης* | των | χαρτεπικολλήσεων |
αιτιατική | τη | χαρτεπικόλληση | τις | χαρτεπικολλήσεις |
κλητική | χαρτεπικόλληση | χαρτεπικολλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαρτεπικολλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαρτεπικόλληση < χαρτί + επικόλληση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρτεπικόλληση θηλυκό
- (λόγιο) (παρωχημένο) το κολάζ
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρτεπικόλληση
|