συγκατοίκηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκατοίκηση | οι | συγκατοικήσεις |
γενική | της | συγκατοίκησης* | των | συγκατοικήσεων |
αιτιατική | τη | συγκατοίκηση | τις | συγκατοικήσεις |
κλητική | συγκατοίκηση | συγκατοικήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκατοικήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγκατοίκηση < συγκατοικώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκατοίκηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συγκατοικώ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκατοίκηση