συμβίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμβίωση | οι | συμβιώσεις |
γενική | της | συμβίωσης* | των | συμβιώσεων |
αιτιατική | τη | συμβίωση | τις | συμβιώσεις |
κλητική | συμβίωση | συμβιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμβιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμβίωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβίωσις < αρχαία ελληνική συμβιόω / συμβιῶ < σύν (συμ- + βίος
- για τη βιολογία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική symbiose [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱˈvi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συμβιώνω
- η ζωή δύο ή περισσότερων ανθρώπων ή έμβιων όντων κάτω από την ίδια στέγη
- (κατ’ επέκταση) η συνύπαρξη ανθρώπων σε οργανωμένη κοινωνία
- (βιολογία) η συνύπαρξη οργανισμών διαφορετικών ειδών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συμβιώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμβίωση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμβίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας