πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβίωση οι συμβιώσεις
      γενική της συμβίωσης* των συμβιώσεων
    αιτιατική τη συμβίωση τις συμβιώσεις
     κλητική συμβίωση συμβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμβίωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία