Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.ɛ.ɡzis.tɑ̃ːs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coexistence coexistences

coexistence (fr) θηλυκό